- σκιόσφαιρα
- η, Νοικολ. τμήμα τής βιόσφαιρας στο οποίο δεν φθάνει καθόλου ή φθάνει σε μικρό βαθμό το ηλιακό φως, όπως είναι τα μεγάλα βάθη τών θαλασσών, τα σπήλαια, το φυτικό έδαφος και, για τα ενδοπαράσιτα, το εσωτερικό τού σώματος τών ξενιστών.
Dictionary of Greek. 2013.